τρισέπαρχος

English (LSJ)

ὁ, thrice an ἔπαρχος, i.e. praefectus urbis, AP9.697.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois éparque.
Étymologie: τρίς, ἔπαρχος.

German (Pape)

ὁ, dreimal ἔπαρχος, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσέπαρχος: ὁ троекратный эпарх, т. е. наместник Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τρισέπαρχος: ὁ, ὁ τρὶς ἔπαρχος, δηλ. Praetor, πραίτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 697, Πλαν. 73. 1, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἔπαρχος «ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πραίτωρ»].

Greek Monotonic

τρισέπαρχος: ὁ, τρεις φορές ἔπαρχος, δηλ. Praetor, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρισ-έπαρχος, ὁ,
thrice an ἔπαρχος, i. e. Praetor, Anth.