τρισανόητος

Greek (Liddell-Scott)

τρισανόητος: -ον, ὁ τρὶς ἀνόητος, ὁ σφόδρα ἀνόητος, Νικήτας Εὐγεν. 6, 368 (;)

Greek Monolingual

-ον, Μ
τελείως ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀνόητος.