τρισκαιδεκέτης

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

German (Pape)

ὁ, der Dreizehnjährige; Isae. fr.; Poll. 1.55; Lys. 10.4; Strat. 4 (XII.41).

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.

Middle Liddell

τρισκαιδεκ-έτης, ου, ὁ, ἔτος
thirteen years old, Lys.

English (Woodhouse)

thirteen years old