thirteen
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Ar. and P. τρισκαίδεκα, P. τρεισκαίδεκα.
thirteen years old, adj.: P. τρισκαιδεκέτης.