τρισμός

English (LSJ)

v. τριγμός (scream, squeak, shrill cry, grating, grinding, rasping, crepitation).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.

German (Pape)

ὁ, das Schwirren, Schrillen, Zirpen, Knirschen, Arist., Plut. und A.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1 писк (μυός Plut.);
2 визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.