τριστιχία

English (LSJ)

ἡ,
A triple row, Gal.14.771.
2 union of three verses, τ. ἰαμβική Sch.Ar.Ra.326 (-στοιχ-).

Greek (Liddell-Scott)

τριστιχία: ἡ, τρεῖς σειραί, τριπλῆ σειρά, φαλάγγωσις δέ ἐστιν, ὅταν διστιχίατριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν ᾖ ἐν τῷ ἄνω ἢ ἐν τῷ κάτω βλεφάρῳ Γαλην. 14. 771. 2) ἕνωσις τριῶν στίχων, τρ. ἰαμβικὴ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 324.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίστιχος
1. τριπλή σειράτριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν», Γαλ.)
2. (μετρ.) ένωση τριών στίχων.