τρῐφαής: -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, τριλαμπής, Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.
-ές, Μαυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπταφαής].
ές, in dreifachem Lichte, Sp.