τριχισμός

English (LSJ)

ὁ, = τριχίασις III.2, Paul.Aeg.6.90. ῖτις, ιδος, ἡ, a sort of alum, so called from its fibrous nature, Dsc.5.106.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχισμός: τό, = τριχίασις, ΙΙΙ. 2, Παῦλ. Αἰγ. 6, 9.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μικρό ρήγμα οστού, τριχίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. τριχίζω].

German (Pape)

ὁ, ein haarfeiner Riß im Schädelknochen, Paul.Aeg.