εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
η, / τριχίασις, -άσεως, ΝΜΑ τριχιῶ, τριχιάωιατρ. ανωμαλία της εκφύσεως τών βλεφαρίδων, οι οποίες φέρονται προς τα μέσα, προς τον βολβό του ματιού, ερεθίζοντας τον κερατοειδή και τον επιπεφυκότα.