τριχοφυΐα

English (LSJ)

ἡ, growth of hair, Heliod. ap. Orib.46.30.6, Gal.12.433.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν ἔκφυσις, βραδυνούσης τῆς τριχοφυΐας Ἡλιόδ. ἐν Cocchii. Chirurg. σ. 126, 8.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τριχοφυής
έκφυση τριχών.

German (Pape)

ἡ, das Wachsen der Haare, Chirurg. vett.