έκφυση

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκφυσις)
εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα
αρχ.-μσν.
στον πληθ. παραφυάδες
αρχ.
1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού
2. τρόπος αυξήσεως
3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.)
4. εξόγκωμα
5. οστεώδης προεξοχή
6. βλαστός
7. στον πληθ. ρίζες.