τριχόπτωση

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. πτώση τών τριχών της κεφαλής σε ποσοστό μεγαλύτερο από το κανονικό για την φυσιολογική ανανέωση τών μαλλιών, η οποία οδηγεί στην αλωπεκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + πτώση. Η λ., στον λόγιο τ. τριχόπτωσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].