τριόργυιος

English (LSJ)

τριόργυιον, f.l. for τριώρυγος (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀργυιά.

Greek (Liddell-Scott)

τριόργυιος: -ον, πλημμ. γραφ. ἀντὶ τριώρυγος, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

τρῐόργυιος: размером в три оргии Xen.