τρομώ

Greek Monolingual

-έω, Α τρόμος
1. τρέμω, ιδίως από φόβο, τρομάζω
2. (με απρμφ.) φοβάμαι να πράξω κάτι
3. (το ενεργ. και μέσ.) (με αιτ.) τρέμω μπροστά σε κάποιον, τον φοβάμαι υπερβολικά.