-έω, Α τρόμος1. τρέμω, ιδίως από φόβο, τρομάζω2. (με απρμφ.) φοβάμαι να πράξω κάτι3. (το ενεργ. και μέσ.) (με αιτ.) τρέμω μπροστά σε κάποιον, τον φοβάμαι υπερβολικά.