τροπολογέω

English (LSJ)

expound allegorically, Aristeas 150.

Greek (Liddell-Scott)

τροπολογέω: ὁμιλῶ τροπικῶς, ἀλληγορικῶς, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 1. 15. - Καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. βορρᾶς, «ἄνεμος ψυχρὸς παγώδης καὶ σκληρός, ὃς τροπολογούμενος σκαιὸς καὶ ἀπόπεμπτος λέγεται».

German (Pape)

tropisch, figürlich reden; allegorisch auslegen, Sp.