Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τρούλλος
Greek Monolingual
ο / τροῦλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν νεοελλ.-μσν. θολωτή στέγη, θόλος αρχ. είδος δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ.< λατ. trulla «είδος δοχείου» με αλλαγή γένους, πιθ. κατά το θόλος, ο].