τρυπαλώπηξ

English (LSJ)

εκος, ὁ or ἡ, a fox that penetrates anywhere, sly knave, Com.Adesp.1170.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπᾰλώπηξ: εκος, ὁ, ἢ ἡ, ἀλώπηξ πανταχοῦ διεισδύουσα, ἐπὶ ἀνθρώπου: «ὁ διὰ πανουργίαν πάντα τρυπῶν καὶ ἐργάζεσθαι δυνάμενος» Α. Β. 64, 28 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 278).

Greek Monolingual

-εκος, ὁ και ἡ, Α
1. αλεπού που χώνεται παντού
2. μτφ. (στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα και να διεισδύει παντού για να πετύχει τους δόλιους σκοπούς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + ἀλώπηξ.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, ein Fuchs, der durch jeden Ritz kriecht, dah. ein durchtriebener, verschmitzter Mensch, Phryn. in B.A. 64.