τρυφερόσαρκος

English (LSJ)

τρυφερόσαρκον, with soft, tender flesh or body, Xenocr. ap. Orib.2.58.33.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφερόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων τρυφερὰν σάρκα, Ξενοκράτης Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. Τροφ. 1. 30.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει απαλή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό-σαρκος].

German (Pape)

von weichem, zartem Fleische, Leibe, Antyll. Oribas.