τρόπηλις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, v. τρόπαλις.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
botte (d'oignons).
Étymologie: τρέπω.

Greek Monolingual

-ήλιδος, ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. τροπαλίς.