τρόφημα

English (LSJ)

-ατος, τό, f.l. for ῥύφημα, Hp.Fist.7; for ῥόφημα, Cael.Aur.TP4.8 (both pl.).

German (Pape)

[Seite 1153] τό, Nahrung, Speise, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

τρόφημα: τό, τροφή, διαιτᾶν τροφήμασι κούφοισιν Ἱππ. 887F (ἄλλ. ῥοφήμασιν).