τρόχιμος

English (LSJ)

τρόχιμον, running, hastening, S.Fr.240 (lyr.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος)].