τσάπα

Greek Monolingual

η, Ν
1. (γεωργ
τεχνολ.) σκαπτικό εργαλείο αποτελούμενο από λεπίδα κάθετα προσαρμοσμένη σε επιμήκη στειλεό
2. ναυτ. ζωστήρας πλοίου
3. φρ. «περιστροφική τσάπα» — περίπλοκο μηχανικό εργαλείο που ανασκάπτει πολλά αυλάκια ενός αγρού ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zappa].