λεπίδα
From LSJ
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
Greek Monolingual
η (AM λεπίς, -ίδος) λέπος
έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα του μαχαιριού»
8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» — το ξυραφάκι)
2. βοτ. το ανώτερο μέλος ενός ζεύγους πρασινωπών βρακτίων που βρίσκεται κάτω από κάθε ανθίδιο, περιβάλλοντάς το άμεσα, στην ταξιανθία τών αγρωστωδών
αρχ.
1. φλοιός, φλούδα
2. λέπι ψαριού ή φιδιού («ὃ γὰρ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῦτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λεπίς», Αριστοτ.)
3. φύλλο μετάλλου, έλασμα
4. στον πληθ. αἱ λεπίδες (ενν. χιόνος)
οι νιφάδες του χιονιού
5. φρ. α) «ὠοῦ λεπίς» — το κέλυφος του αβγού, το τσόφλι
β) «λεπὶς χαλκοῦ» — θραύσμα χαλκού.