τσίνισμα
Greek Monolingual
το, Ν
1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά
2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός
β) δυσανασχέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].
το, Ν
1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά
2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός
β) δυσανασχέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].