τσατίζω

Greek Monolingual

και τσαντίζω Ν
1. πειράζω κάποιον και τον κάνω να θυμώσει, τον εκνευρίζω
2. ενοχλώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catişmak «συγκρούομαι»].