ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(AM ἐνοχλῶ, -έω) οχλώ
προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου
μσν.- νεοελλ.
πειράζω, θίγω
μσν.
βασανίζω
αρχ.
γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός.