ενοχλώ
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(AM ἐνοχλῶ, -έω) οχλώ
προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου
μσν.- νεοελλ.
πειράζω, θίγω
μσν.
βασανίζω
αρχ.
γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός.