τσιγάρο

Greek Monolingual

και λόγιος τ. σιγάρο(ν), το, Ν
κομμένος καπνός, τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cigarro, πιθ. από κάποια λ. της γλώσσας τών Μάγια. Η λ., στον λόγιο τ. σιγάρον / τσιγάρον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].