τσιγγούνης
Greek Monolingual
τσιγγούνης και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].
τσιγγούνης και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].