τσιγγούνικος

Greek Monolingual

και τσιγκούνικος, -η, -ο, Ν τσιγγούνης / τσιγκούνης]]
αυτός που χαρακτηρίζεται από τσιγγουνιά ή αυτός που γίνεται με τσιγγουνιά (α. «τσιγγούνικη συμπεριφορά» β. «τσιγγούνικη πληρωμή»).