Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τσιμπλιάρης
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν 1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του 2.το ουδ. ως ουσ.το τσιμπλιάρικο (με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ.<τσίμπλα+ κατάλ. -ιάρης (πρβλ.ψωριάρης)].