τσιράκι

Greek Monolingual

το, Ν
1. μαθητευόμενος τεχνίτης
2. βοηθός τεχνίτη
3. συνεκδ. αρχάριος
4. μτφ. α) αυτός που ακολουθεί, που μιμείται την συμπεριφορά ή τις μεθόδους κάποιου, πιστός οπαδός
β) συνεκδ. υπηρέτης
5. φρ. «τον έβγαλε τσιράκι του» — τον έκανε όμοιό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cirak].