Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τυλιχτός
Greek Monolingual
και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω 1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί 2.το ουδ. ως ουσ.το τυλιχτό είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.