τυλοεργός

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής μαξιλαριών ή στρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη «στρώμα, μαξιλάρι» + -εργός (<ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].