τυμπάνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of τύμπανον, of a headdress, Str.3.4.17; of pearls (from their shape), Plin.HN9.109; in a machine, a drum, roller, Hero Spir.1.16, al., Theo Sm.p.180 H.; cf. τύμπανον III.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπάνιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τύμπανον, Στράβ. 164, ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ κεφαλοδέσμου.

Greek Monotonic

τυμπάνιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του τυμπάνου, σε Στράβ.

Middle Liddell

τυμπᾰ́νιον, ου, τό, [Dim. of τύμπανον, Strab.]

German (Pape)

τό, dim. von τύμπανον, Strab.