τυπάς
English (LSJ)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς, φαφλατάς)].