Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
ο, θηλ. φαφλατού, Ν
φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. φαφλατί-ζω (πιθ. ηχομιμητική λ.), ενώ, κατ' άλλη άποψη, έχει προέλθει από το ρ. παφλάζω (μέσω ενός αμάρτυρου παφλαστής), το οποίο επίσης προέρχεται από ονοματοποιία].