τυπογραφείο
Greek Monolingual
το, Ν
εργαστήριο ή εργοστάσιο εκτύπωσης βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών και άλλων εντύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -γραφείο (< -γράφος), πρβλ. φωτογραφείο. Η λ., στον λόγιο τ. τυπογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].