οῦσσα, οῦν, contr. for τυρόεις.
v. τυρόεις.
τῡροῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τυρόεις.
[τῡ], οῦσσα, οῦν, zusammengezogen aus τυρόεις.