τυροῦς

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν, contr. for τυρόεις.

French (Bailly abrégé)

v. τυρόεις.

Greek Monotonic

τῡροῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τυρόεις.

German (Pape)

[τῡ], οῦσσα, οῦν, zusammengezogen aus τυρόεις.