τυρόεις

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρόεις Medium diacritics: τυρόεις Low diacritics: τυρόεις Capitals: ΤΥΡΟΕΙΣ
Transliteration A: tyróeis Transliteration B: tyroeis Transliteration C: tyroeis Beta Code: turo/eis

English (LSJ)

τυρόεσσα, τυρόεν, contr. τυροῦς, τυροῦσσα, τυροῦν, Dor. τυρῶς, τυρῶσσα, τυρῶν· (τυρός):—cheesy, like cheese, ἄρτον τυρῶντα Sophr.14: ὁ τυρόεις (sc. ἄρτος or πλακοῦς) cheese-bread, cheesecake, or simply cheese, Theoc. 1.58, Hegem. ap. Ath.15.698f. (τυρόεντα is trisyll. in Theoc. l. c.)

German (Pape)

[Seite 1164] εσσα, εν, zsgzgn τυροῦς, οῦσσα, οῦν, käsig, käseartig; ἄρτος, Sophr. bei Ath. III, 110 d; ὁ τυρόεις, sc. ἄρτος oder πλακοῦς, Käsebrot, Käsekuchen, τυροῦντα Hegemon bei Ath. XV, 698 e; so ist bei Theocr. 1, 58 auch zu schreiben, wenn nicht τυρόεντα dreisylbig auszusprechen od. mit Sophron. τυρῶντα, dor. für τυροῦντα zu schreiben ist.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;
fait avec du fromage.
Étymologie: τυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρόεις -εσσα -εν [τυρός] rijk aan kaas; subst. ὁ τυρόεις kaaskoek; ἡ Τυρόεσσα Kaas-eiland.

Russian (Dvoretsky)

τῡρόεις: όεσσα, όεν сделанный из сыра или с сыром: ὁ τ. (οε односложно) Theocr. (sc. ἄρτος) лепешка с сыром.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. τυροῦς, -οῦσα, -οῦν, Α
1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.)
2. το αρσ. ως ουσ.τυρόεις και τυροῦς
τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῖο γάλακτος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τῡρόεις: -εσσα, -εν, συνηρ. τῡροῦς, -οῦσα, -οῦν (τυρός),· όμοιος με τυρί· τυρόεις (ενν. πλακοῦς), τυρί, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρόεις: εσσα, εν, συνῃρ. τυροῦς, οῦσα, οῦν· (τυρός)· ― πλήρης τυροῦ, ὅμοιος πρὸς τυρόν, ἄρτος Σώφρων παρ’ Ἀθην. 110D· ― ὁ τυρόεις (ἐξυπακ. ἄρτος ἢ πλακοῦς), πλακοῦς μετὰ τυροῦ ἢ ἁπλῶς τυρός, Θεόκρ. 1. 58, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698F. [Ἡ λέξις ἀπαντᾷ ἀείποτε ἐν τῇ ἑνικῇ αἰτ. Παρὰ Θεοκρ. καὶ Ἡγήμ. τῡρόεντα δέον ἢ νὰ ληφθῇ ὡς τρισύλλ. ἢ νὰ συναιρεθῇ εἰς τυροῦντα. Δωρ. τῡρῶντα, ὡς εὕρηται παρὰ Σώφρονι].

Middle Liddell

τῡρόεις, εσσα, εν τυρός
like cheese: τυρόεις (sc. πλακοῦς), a cheese, Theocr.