τυφεκιοφόρος
Greek Monolingual
και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν
στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + -φόρος. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν
στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + -φόρος. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].