τυφέκιο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν
φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό του οπλίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο, ενώ ο τ. ντουφέκι από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].