τυχόν

English (LSJ)

Adv., v. τυγχάνω A. 1.5.

French (Bailly abrégé)

v. τυγχάνω.

German (Pape)

als adv. gebr. absol. acc. neutr. part. aor.2 zu τυγχάνω, zufällig, vielleicht, von ungefähr; Plat. Alc. II, 140a; Xen. An. 5.9.20 und oft, wie Pol. 2.58.9.

Russian (Dvoretsky)

τῠχόν: adv. τυγχάνω случайно, при случае, тж. возможно, быть может Xen., Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τῠχόν: Ἐπίρρ., ἴδε τυγχάνω Β. ΙΙΙ. 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β' τυχών, -οῦσα, -όν του ρ. τυγχάνω].

Greek Monotonic

τῠχόν: επίρρ., βλ. τυγχάνω Β. III. 2.

Middle Liddell

τῠχόντως, αδϝ. [v. τυγχάνω B. III. 2.]