τόμου

Greek Monolingual

Ν
1. (χρον. σύνδ.) αφούτόμου δεν θέλει, δεν τον βιάζω»)
2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < το + ὁμοῦ.