Ν1. (χρον. σύνδ.) αφού («τόμου δεν θέλει, δεν τον βιάζω»)2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < το + ὁμοῦ.