τόρνευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = τορεία 1, Sch.D Il.18.590 (fort. τόρευσις).

Greek (Liddell-Scott)

τόρνευσις: -εως, ἡ, = τορνεία Ι, Κλήμ. Ἀλ. 217, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 490.