τορνεία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ, crooked timber for shipbuilding, Thphr. HP 5.7.3.
German (Pape)
[Seite 1130] ἡ, 1) das Drehen, Drechseln, Abrunden, Sp. – 2) rundes Holzwerk zum Schiffsbau, Theophr. τόρνευμα, τό, das Gedrechselte, Rundgearbeitete; auch die Drechselspäne, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τορνεία: ἡ, ξυλεία κεκαμμένη πρὸς ναυπηγίαν πλοίων, κοινῶς «στραβόξυλον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3.
Greek Monolingual
ἡ, Α τορνεύω
κεκαμμένα κομμάτια ξύλου, χρήσιμα στη ναυπηγική.