τόσσος

English (LSJ)

τοσσόσδε, Ep. for τόσος, τοσόσδε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
poét. c. τόσος.

Greek (Liddell-Scott)

τόσσος: τοσσόσδε, Ἐπικ. ἀντὶ τόσος, τοσόσδε.

English (Autenrieth)

see τόσος, τοσοῦτος.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
βλ. τόσος.

Greek Monotonic

τόσσος: τοσσόσδε, Επικ. αντί τόσος, τοσόσδε.

German (Pape)

epischτόσος, Hom.