τύρβησις

English (LSJ)

ἡλιβατὸν ἀέρα, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἠλίβατον ἀέρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη, κατά τα θηλ. σε -(η)σις].