τύρβη
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ,
A disorder, confusion, tumult, τύρβην παρέχειν τινί Hp. Fract.22; τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Isoc.15.130, cf. X.Cyr.1.2.3, Plb. 1.67.3, etc.
II metaph., ἡ ποιητικὴ τ. the poetic rout, Epicur. Fr.228; so of a Bacchic festival and its dance, Paus.2.24.6: hence, acc. to Suid., = ἀπόλαυσις, revelry. [Oxyt. in some codd. of Hp. l.c.; the form σύρβη is cited by Suid., Eust.871.60.] (Cf. Lat. turba, O Norse pyrpask 'crowd together'.)
German (Pape)
[Seite 1164] ἡ, att. statt des ion. u. gemeinen σύρβη, 1) Verwirrung, Unordnung, Getümmel, Lärm, turba; Isocr. 15, 130; im Gegensatz von εὐκοσμία, Xen. Cyr. 1, 2, 3. – 2) ein bacchisches Fest und der dabei gebräuchliche Tanz, Pausan. 2, 9. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
désordre, confusion, tumulte.
Étymologie: R. Τυρ, agiter vivement ; cf. lat. turba, turbo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύρβη -ης, ἡ gedrang, gewoel, opwinding.
Russian (Dvoretsky)
τύρβη: ἡ сутолока, суматоха, смятение Isocr., Xen., Polyb.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σύρβη Α
βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη της πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.)
αρχ.
1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην», Παυσ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «αὐλοθήκη»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) γλέντι, ευθυμία, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ. Προβλήματα γεννά η εναλλαγή τών τκαι σ- στους τ., ενώ η άποψη ότι το σ- του σύρβη είναι αναλογικό προς το ρ. σύρω οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία. Η λ. τύρβη αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. turba και πιθ. η λατ. λ. είναι δάνεια από την Ελληνική].
Greek Monotonic
τύρβη: ἡ, ταραχή, σύγχυση, θόρυβος, Λατ. turba, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
τύρβη: ἡ, ταραχή, ἀταξία, σύγχυσις, θόρυβος, Λατ. turba, τύρβην παρασχεῖν τινι Ἱππ. Ἀγμ. 766· τὴν τύρβην ἐν ᾗ ζῶμεν Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 138 (130 Βaiter), πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3, Πολυδ. 1. 67, 3, κλπ. ΙΙ. βακχικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν ὄρχησις, τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι καλουμένην τύρβην Παυσ. 2. 24, 6· - ἐντεῦθεν κατὰ τὸν Σουΐδ. = ἀπόλαυσις, εὐθυμία. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται καὶ αἱ λ. τύρβα, τυρβάζω· πρβλ. Σανσκρ. tvar, tur, tur-âmi (festino)· tur-as (celer)· tvar-â (festinatio)· Λατ. tur-ba, tur-bo, καὶ ἴσως tur-ma· οἱ τύποι σύρβα, σύρβη μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Εὐστ.).
Middle Liddell
τύρβη, ἡ,
disorder, tumult, Lat. turba, Xen.
Frisk Etymology German
τύρβη: {túrbē}
Forms: (σύρβη Suid., Eust.)
Grammar: f.
Meaning: Verwirrung, Lärm, Getümmel (Hp., Isok., X., Plb. u.a.);
Derivative: Adv. τύρβα (σύρβα H.)’durcheinander’(A.Fr. 311,3 = M. 61 8, 3; Akk.sg.? Schwyzer 623 A. 1). Davon τυρβάζω (ἀνα-) durcheinander rühren, verwirren, ausgelassen sein (Ar. u.a.) mit -ασία f. (Poll., H.), -ασμα (unsicher; sp.). Unklar τύρβησις· +? ἡλιβατὸν ἀέρα und Τυρβηνός· ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος H. — Auch συρβάβυττα (?) drunter und drüber (Ar.Fr. 866; Schwyzer a. O.); συρβηνεύς = αὐλητής (σύρβη γὰρ ἡ αὐλοθήκη) ἢ ταραχώδης (H. = Kratin. 84), συρβηνέων χορός (Ath., Suid.); vgl. Bosshardt 44.
Etymology: Mit τύρβη, woraus σύρβη entweder rein lautlich (Schwyzer 308) oder volksetymologisch nach σύρω, läßt sich lat. turba Verwirrung, Lärm, Gedränge, Schar unmittelbar gleichsetzen. Dagegen ist awno. þorp n. Gehöft, auch Schar, Menschenhaufen, von asächs. thorp, ahd. dorf nicht zu trennen und gehört wahrscheinlich anderswohin (s. τέραμνα). Neben turba, τύρβη stehen mit m-Suffix lat. turma Schar, Schwadron, Schwarm und germ., z.B. ags. þrymm m. Menge, lärmende Schar; weitere Anknüpfungen s. ὀτρύνω und τορύνη, auch τυρός. — Da indessen eine Lautfolge turb- gegen das idg. Lautsystem verstößt (es wäre *tu̯r̥b- zu erwarten; außerdem ist idg. b verdächtig), bleibt ein gemeinsamer idg. Ursprung für τύρβη und turba etwas fraglich. Auch als Vertreter von idg. *tu̯r̥bhdürfte sich freilich lat. turba erklären lassen, aber für τύρβη scheint eine solche Grundform ausgeschlossen. Ernout-Meillet erwägen für turba Entlehnung aus dem Griech.
Page 2,947
Mantoulidis Etymological
(=θόρυβος, ταραχή, ὀχλαγωγία). Συγγενικό μέ τό τορύνη (=κουτάλι). Λατιν. turba. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τύρβα (=ἀνακατεμένα), τυρβάζω (=ταράζω), τύρβασμα, τυρβασμός, τυρβαστής.
Translations
confusion
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ