υγρόγελως

Greek Monolingual

-ων, Α
(κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ ὑγρὸν καὶ δαικεχυμένον γελῶν καὶ μὴ αὐστηρὸν μηδὲ βίαιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + γέλως.