υγρόσπερμος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υγρό σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό-σπερμος, ολιγό-σπερμος].